- ψιθυρισμός
- ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω]ψιθύρισμααρχ.1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ)2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα3. κροτάλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιθυρισμός — whispering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμός — ο βλ. ψιθύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιθυρισμοῖς — ψιθυρισμός whispering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμοί — ψιθυρισμός whispering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμοῦ — ψιθυρισμός whispering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμούς — ψιθυρισμός whispering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμῶν — ψιθυρισμός whispering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμῷ — ψιθυρισμός whispering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμόν — ψιθυρισμός whispering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
шептать — шепчу, шёпот, род. п. а, укр. шептати, шепчу, шепiт, род. п. оту, шепт, род. п. шепту шопот , блр. шептаць судачить, клеветать , др. русск. шьпътъ ψιθυρισμός, шьпътати ψιθυρίζειν, русск. цслав. шьпътьникъ наушник, клеветник , ст. слав. шьпътати… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера